αδημιούργητος

αδημιούργητος
-η, -ο (Α ἀδημιούργητος, -ον) [δημιουργῶ]
αυτός που δεν δημιουργήθηκε, ακατασκεύαστος, αδιαμόρφωτος, άπλαστος, άφτιαχτος
νεοελλ.
(για πρόσωπα) αυτός που δεν σταδιοδρόμησε ικανοποιητικά σε κάποιο επάγγελμα, που δεν απέκτησε οικονομική επιφάνεια, που βρίσκεται στο ξεκίνημα, που δεν έχει ακόμη κατακτήσει κάποια θέση στη ζωή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀδημιούργητος — not fashioned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδημιούργητος — η, ο 1. αυτός που δε δημιουργήθηκε από άλλον, αγέννητος: Ο Θεός είναι αδημιούργητος. 2. αυτός που δεν αποκαταστάθηκε επαγγελματικά: Είναι ακόμη πολύ νέος και αδημιούργητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδημιουργήτως — ἀδημιούργητος not fashioned adverbial ἀδημιούργητος not fashioned masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδημιούργητον — ἀδημιούργητος not fashioned masc/fem acc sg ἀδημιούργητος not fashioned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδημιουργήτῳ — ἀδημιούργητος not fashioned masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδημιούργητα — ἀδημιούργητος not fashioned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκτιστος — και άχτιστος, η, ο (AM ἄκτιστος, ον) νεοελλ. (για οικοδομήματα) αυτός που δεν χτίστηκε ή δεν μπορεί να χτιστεί αρχ. αδημιούργητος μσν. «ἄκτιστον φῶς» το λαμπρότατο φως, το οποίο περιβάλλει τους Ησυχαστές, όταν βρίσκονται σε έκσταση θεωρείται ως… …   Dictionary of Greek

  • αγενής — ές (Α ἀγενής, ές) μσν. νεοελλ. ο μη ευγενικός, απρεπής, ανάγωγος, χυδαίος αρχ. 1. αγέννητος, αδημιούργητος 2. αυτός που κατάγεται από ταπεινή οικογένεια (αντίθ. τού ἀγαθός*) 3. άτεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γένος. ΠΑΡ. αγένεια, αγενικός,… …   Dictionary of Greek

  • ασχημάτιστος — η, ο (AM ἀσχημάτιστος, ον) αυτός που δεν έχει σχηματιστεί, που δεν έχει οριστικό σχήμα, αδιαμόρφωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί εντελώς, αμέστωτος 2. (για καταστάσεις) ασυγκρότητος, αδημιούργητος αρχ. (στη ρητορική) ο χωρίς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”