ἀδημιούργητος — not fashioned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδημιούργητος — η, ο 1. αυτός που δε δημιουργήθηκε από άλλον, αγέννητος: Ο Θεός είναι αδημιούργητος. 2. αυτός που δεν αποκαταστάθηκε επαγγελματικά: Είναι ακόμη πολύ νέος και αδημιούργητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδημιουργήτως — ἀδημιούργητος not fashioned adverbial ἀδημιούργητος not fashioned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημιούργητον — ἀδημιούργητος not fashioned masc/fem acc sg ἀδημιούργητος not fashioned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημιουργήτῳ — ἀδημιούργητος not fashioned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδημιούργητα — ἀδημιούργητος not fashioned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκτιστος — και άχτιστος, η, ο (AM ἄκτιστος, ον) νεοελλ. (για οικοδομήματα) αυτός που δεν χτίστηκε ή δεν μπορεί να χτιστεί αρχ. αδημιούργητος μσν. «ἄκτιστον φῶς» το λαμπρότατο φως, το οποίο περιβάλλει τους Ησυχαστές, όταν βρίσκονται σε έκσταση θεωρείται ως… … Dictionary of Greek
αγενής — ές (Α ἀγενής, ές) μσν. νεοελλ. ο μη ευγενικός, απρεπής, ανάγωγος, χυδαίος αρχ. 1. αγέννητος, αδημιούργητος 2. αυτός που κατάγεται από ταπεινή οικογένεια (αντίθ. τού ἀγαθός*) 3. άτεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γένος. ΠΑΡ. αγένεια, αγενικός,… … Dictionary of Greek
ασχημάτιστος — η, ο (AM ἀσχημάτιστος, ον) αυτός που δεν έχει σχηματιστεί, που δεν έχει οριστικό σχήμα, αδιαμόρφωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί εντελώς, αμέστωτος 2. (για καταστάσεις) ασυγκρότητος, αδημιούργητος αρχ. (στη ρητορική) ο χωρίς… … Dictionary of Greek